Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατά τη μία η ώρα

  • 1 ώρα

    η
    1) час;

    τό τέταρτο της ώρας — четверть часа;

    η μισή ώρα — полчаса;

    μία ώρα πρίν... — за час до...;

    κάθε δυό ώρες каждые два часа;

    αργώ μιά ώρα — опаздывать на час;

    περιμένω ολόκληρες ώρες ждать часами;

    η ώρα είναι έξι — сейчас шесть часов;

    τί ώρα είναι; — который час?;

    κατά τη μιά η ώρα — к часу;

    πληρωμή με την ώρα — почасовая оплата;

    2) час, время;

    η ώρα της δουλείας — рабочее время;

    ελεύθερες ώρες свободные часы, свободное время;

    ακατάλληλη ώρα — неурочный час;

    οποιαδήποτε ώρα — или πάσαν ώραν — в любое время;

    τίς νυχτερινές

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ώρα

  • 2 ὥρα

    ὥρα, ας, ἡ (Hom. [ὥρη]+; ins, pap, LXX; PsSol 18:10; TestSol, TestAbr, TestJob, Test12Patr, JosAs, ParJer, GrBar; ApcEsdr 3:4 p. 27, 9 Tdf.; ApcSed, ApcMos, EpArist, Philo, Joseph.; Ar. 15:10; Just.; Tat. 20, 2).
    an undefined period of time in a day, time of day ὀψὲ ἤδη οὔσης τῆς ὥρας since it was already late in the day or since the hour was (already) late Mk 11:11 v.l.; cp. MPol 7:1b (s. ὀψέ 1 and 2; Demosth. 21, 84; Polyb. 3, 83, 7 ὀψὲ τῆς ὥρας). ὀψίας οὔσης τῆς ὥρας Mk 11:11 (ὄψιος 1). ὥρα πολλή late hour (Polyb. 5, 8, 3; Dionys. Hal. 2, 54; TestAbr A 14 p. 94, 24 [Stone p. 36]; Jos., Ant. 8, 118) 6:35ab. ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν Mt 14:15 (παρέρχομαι 2).—Mt 24:42 v.l., 44; Lk 12:39, 40; Rv 3:3; D 16:1. W. ἡμέρα day and time of day, hour (ApcEsdr 3:4 p. 27, 9 Tdf.) Mt 24:36, 50; 25:13; Mk 13:32; Lk 12:46.
    a period of time as division of a day, hour
    beside year, month, and day Rv 9:15; the twelfth part of a day (=period of daylight) οὐχὶ δώδεκα ὧραί εἰσιν τῆς ἡμέρας; J 11:9 (TestAbr B 7 p. 111, 24 [Stone p. 70]). μίαν ὥραν ἐποίησαν Mt 20:12 (s. ποιέω 6); cp. Lk 22:59; Ac 5:7; 19:34 (ἐπὶ ὥρας δύο CBurchard, ZNW 61, ’70, 167f; TestBenj 3:7, Judah 3, 4); MPol 7:3. συνεψήφισα τὰς ὥρας I counted the hours Hv 3, 1, 4. One ὥρα in this world corresponds to a ὥρα thirty days in length in the place of punishment Hs 6, 4, 4. μίαν ὥραν (not even) one hour Mt 26:40; Mk 14:37. Such passages help us to understand how ὥρα can acquire the sense
    a short period of time μιᾷ ὥρᾳ (cp. TestJob 7:12; ApcMos 25 [both ἐν]) in a single hour=in an extraordinarily short time Rv 18:10, 17, 19. μίαν ὥραν for a very short time 17:12. Likew. πρὸς ὥραν for a while, for a moment J 5:35; 2 Cor 7:8; Gal 2:5 (s. on this pass. KLake, Gal 2:3–5: Exp. 7th ser., 1, 1906, 236–45; CWatkins, Der Kampf des Pls um Galatien 1913; BBacon, JBL 42, 1923, 69–80); Phlm 15; MPol 11:2. πρὸς καιρὸν ὥρας 1 Th 2:17.
    as a temporal indicator, reckoned from the beginning of the day (6 hours or 6 A.M., our time) or the night (18 hours or 6 P.M.) (Plut. et al.; Appian, Mithrid. 19 §72 ἑβδόμης ὥρας=at the 7th hour or 1 P.M.; SIG 671A, 9 [162/160 B.C.] ὥρας δευτέρας; 736, 109 [92 B.C.] ἀπὸ τετάρτας ὥρας ἕως ἑβδόμας; Jos., Vi. 279 ἕκτη ὥ.; Mitt-Wilck. I/2, 1 II, 21 [246 B.C.] περὶ ὀγδόην ὥραν; PTebt 15, 2 [II B.C.]; Sb 5252, 20 [I A.D.] ἀφʼ ὥρας ὀγδόης; EpArist 303 μέχρι μὲν ὥρας ἐνάτης) ἕως ὥρας δευτέρας until the second hour (=8 A.M.) Hs 9, 11, 7. ὥρα τρίτη nine o’clock (A.M.) Mk 15:25 (Goodsp., Probs. 68f); Ac 2:15 (τῆς ἡμέρας); περὶ τρίτην ὥραν about nine o’clock (Appian, Bell. Civ. 2, 45 §182 περὶ τρίτην ὥραν ἡμέρας) Mt 20:3; ἀπὸ τρίτης ὥρας τῆς νύκτος by nine o’clock at night (= 21 hours, or simply tonight) Ac 23:23 (TestAbr A 5 p. 82, 11 [Stone p. 12] περὶ ὥραν τρίτην τῆς νυκτός; cp. ibid. B 6 p. 109, 27 [St. p. 66]; Jos., Bell. 6, 68; 79 ἀπὸ ἐνάτης ὥ. τῆς νυκτὸς εἰς ἑβδόμην τῆς ἡμέρας). ἀπὸ ὥρας ε´ (=πέμπτης) ἕως δεκάτης from eleven o’clock in the morning until four in the afternoon (= 16 hours) Ac 19:9 v.l. περὶ ὥραν πέμπτην (PTebt 15, 2 [114 B.C.]; POxy 1114, 24 περὶ ὥ. τρίτην) at eleven o’clock (A.M.) Hv 3, 1, 2. ὥρα ἕκτη twelve o’clock noon Mt 20:5; 27:45a; Mk 15:33a; Lk 23:44a; J 4:6 (ὥρα ὡς ἕκτη about noon; TestJos 8:1 ὥρα ὡσεὶ ἕκτη; ParJer 1:11 ἕκτην ὥραν τῆς νυκτός); 19:14 (ὥρα ὡς ἕκτη); Ac 10:9. ἐχθὲς ὥραν ἑβδόμην yesterday at one o’clock in the afternoon (= 13 hours) J 4:52b (on the use of the acc. to express a point of time s. Hdb. ad loc.; Soph., Lex. I 44; B-D-F §161, 3; Rob. 470). ὥρᾳ ὀγδόῃ at two o’clock in the afternoon (= 14 hours) MPol 21. ὥρα ἐνάτη three in the afternoon (= 15 hours) Mt 20:5; 27:45f; Mk 15:33b, 34; Lk 23:44b; Ac 3:1 (ἐπὶ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς τὴν ἐνάτην); 10:3 (ὡσεὶ περὶ ὥ. ἐνάτην τῆς ἡμέρας); ὥρας θ´ AcPl Ha 11, 3; περὶ ὥραν ἐνάτην GJs 2:4; GPt 6:22 (TestAbr B 12 p. 117, 2 [Stone p. 82] κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν). ὥρα ὡς δεκάτη about four in the afternoon (= 16 hours) J 1:39. ἑνδεκάτη ὥρα five o’clock in the afternoon (= 17 hours) Mt 20:(6, without ὥρα), 9. ἀπὸ τετάρτης ἡμέρας μέχρι ταύτης τῆς ὥρας ἤμην τὴν ἐνάτην προσευχόμενος four days ago, reckoned from (=at) this very hour, I was praying at three o’clock in the afternoon (= 15 hours) Ac 10:30 (echoing vs. 3, but inelegantly phrased; s. comm. on the textual problems). ἐπύθετο τὴν ὥραν ἐν ᾗ … he inquired at what timeJ 4:52a; cp. vs. 53 (cp. Ael. Arist. 50, 56 K.=26 p. 519 D.: … τὴν ὥραν αἰσθάνομαι … ἐκείνην, ἐν ᾗ … ; 47, 56 K.=23 p. 459 D.: ἀφυπνιζόμην κ. εὗρον ἐκείνην τὴν ὥραν οὖσαν, ᾗπερ …). ᾗ ἡμέρᾳ καὶ ὥρᾳ ἐμαρτύρησεν ὁ Πολύκαρπος the very day and hour that … EpilMosq 4.—Less definite are the indications of time in such expressions as ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας up to the present moment 1 Cor 4:11. πᾶσαν ὥραν hour after hour, every hour, constantly (Ex 18:22; Lev 16:2; JosAs 15:7; Ar. [Milne 76, 34]; cp. TestJob 10:1 πάσας ὥρας) 15:30. Also καθʼ ὥραν (Strabo 15, 1, 55; Ps.-Clem., Hom. 3, 69) 2 Cl 12:1. αὐτῇ τῇ ὥρᾳ at that very time, at once, instantly (oft. pap, e.g. POxy 235, 7 [I A.D.]; Da 3:6, 15; TestAbr B 12 p. 116, 27 [Stone p. 80]; GrBar 14:1; 15:1; ApcMos 20) Lk 2:38; 24:33; Ac 16:18; 22:13.
    a point of time as an occasion for an event, time (BGU 1816, 12 [I B.C.] πρὸ ὥρας=before the right time) ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ Mt 8:13; 10:19; 18:1 (v.l. ἡμέρᾳ); 26:55; Mk 13:11; Lk 7:21; Ac 16:33; Rv 11:13; MPol 7:2a; GJs 20:2 (only pap). Likew. ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ Lk 10:21; 12:12; 13:31; 20:19 (on both expressions s. JJeremias, ZNW 42, ’49, 214–17). ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης from that time on, at once Mt 9:22; 15:28; 17:18; J 19:27. ὥρα ἐν ᾗ J 5:28. ὥρα ὅτε 4:21, 23; 5:25; 16:25 (cp. ApcMos 17 περὶ ὥραν ὅταν). ὥρα ἵνα 16:2, 32. W. gen. of thing, the time for which has come (Diod S 13, 94, 1; Ael. Aristid. 51, 1 K.=27 p. 534 D.; PGM 1, 221 ἀνάγκης; JosAs 3:3 μεσημβρίας … καὶ ἀρίστου; ApcMos 42 [of Eve’s request] ἐν τῇ ὥρᾳ τῆς τελευτῆς αὐτῆς; Jos., Ant. 7, 326 ὥ. ἀρίστου; SibOr 4, 56) ἡ ὥρα τοῦ θυμιάματος Lk 1:10; τοῦ δείπνου 14:17, cp. MPol 7:1a; τοῦ πειρασμοῦ Rv 3:10; τῆς κρίσεως 14:7; τῆς δοξολογίας αὐτοῦ GJs 13:1; τοῦ ἀσπασμοῦ 24:1; ἡ ὥρα αὐτῶν the time for them J 16:4; w. the gen. (of the Passover) to be supplied Lk 22:14. Also w. inf. (Hom. et al.; Lucian, Dial. Deor. 20, 1; Aelian, VH 1, 21) ἡ ὥρα θερίσαι the time to reap Rv 14:15 (cp. Theopomp. [IV B.C.]: 115 Fgm. 31 Jac. θερινὴ ὥ.; Paus. 2, 35, 4 ὥ. θέρους). Also acc. w. inf. (Gen 29:7) ὥρα (ἐστιν) ὑμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι Ro 13:11.—W. gen. of pers. the time of or for someone to do or to suffer someth. (cp. Philo, Leg. ad Gai. 168 σὸς νῦν ὁ καιρός ἐστιν, ἐπέγειρε σαυτόν) of a woman who is to give birth (cp. GrBar 3:5 ἐν τῇ ὥρᾳ τοῦ τεκεῖν αὐτήν) ἡ ὥρα αὐτῆς J 16:21 (v.l. ἡμέρα, s. ἡμέρα 3, beg.).—Lk 22:53. Esp. of Jesus, of whose ὥρα J speaks, as the time of his death (Diod S 15, 87, 6: the dying Epaminondas says ὥρα ἐστὶ τελευτᾶν. Cp. MPol 8:1 τοῦ ἐξιέναι) and of the glorification which is inextricably bound up w. it ἡ ὥρα αὐτοῦ J 7:30; 8:20; 13:1 (foll. by ἵνα); cp. ἡ ὥρα μου 2:4 (s. Hdb. ad loc.). ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ 12:23. ἡ ὥρα αὕτη 12:27ab. Also abs. ἐλήλυθεν ἡ ὥρα 17:1 (AGeorge, ‘L’heure’ de J 17, RB 61, ’54, 392–97); cp. Mt 26:45; Mk 14:35, 41.—ἐσχάτη ὥρα the last hour in the present age of the world’s existence 1J 2:18ab.—CCowling, Mark’s Use of ὥρα, Australian Biblical Review 5, ’56, 153–60. EBickermann, Chronology of the Ancient World 2 ’80, 13–16.—B. 954 and esp. 1001. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ὥρα

  • 3 первый

    первый πρώτος· \первый этаж το ισόγειο· \первый раз η πρώτη φορά· \первыйого числа στην πρώτη του μήνα· в \первыйом часу κατά τη μία η ώρα· половина \первыйого δώδεκα και μισή η ώρα· прийти \первыйым έρχομαι πρώτος
    * * *

    пе́рвый эта́ж — το ισόγειο

    пе́рвый раз — η πρώτη φορά

    пе́рвого числа́ — στην πρώτη του μήνα

    в пе́рвом часу́ — κατά τη μία η ώρα

    полови́на пе́рвого — δώδεκα και μισή η ώρα

    прийти́ пе́рвым — έρχομαι πρώτος

    Русско-греческий словарь > первый

  • 4 час

    -а, προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. часы α.
    η ώρα•

    четверть -а το τέταρτο της ώρας•

    час опоздать на час καθυστερώ (αργώ) μια ώρα•

    ночи μία η ώρα τη νύχτα (μετά τα μεσάνυχτα)•

    который -? τι ώρα είναι; πόσο είναι, η ώρα;•

    встаю в шесть -ов утра σηκώνομαι, στις έ.ξι η ώρα το πρωί•

    после двух -ов полудня μετά τις δύο η ώρα το μεσημέρι•

    ждал я вас три -а σας περίμενα τρεις ώρες•

    учебный час διδακτική (σχολική) ώρα (45)• вечерний час η βραδινή ώρα•

    поздний час περασμένη ώρα (μετά τα μεσάνυχτα)•

    получить -ы в институте παίρνω ώρες (διδασκαλίας) στο Ινστιτούτο•

    час рисования μάθημα (ώρα) ιχνογραφίας•

    -ы отдыха ώρες ανάπαυσης•

    обеденный час ώρα φαγητού.

    || χρόνος•

    час мщения ώρα εκδίκησης•

    настал час ήρθε η ώρα.

    || η σκοπιά, η φρουρά•

    стоять на -эх φυλάγω σκοπιά•

    поставить на -ы βάζω, τοποθετώ σκοπούς.

    || (εκκλσ.) οι ώρες ψαλμού ή δεήσεων οι ψαλμοί.
    εκφρ.
    в добрый час – (ευχή) ώρα καλή•
    последний ή смертный час – η τελευταία ώρα, η ώρα του θανάτου, της εκπνοής•
    час в час – ακριβώς στην ώρα•
    час от -у – από ώρα σε ώρα (βαθμιαία)•
    в свой час – στην ώρα του, στον καιρό του•
    до этого (сего) -а – ως τώρα, ως αυτή την ώρα•
    по -ам – κατά (καθορισμένες) ώρες•
    с -у на час – α) από ώρα σε ώρα, β) από στιγμή σε στιγμή, οσονούπω•
    сей жеβλ. сейчас• тем -ом σύγχρονα, ταυτόχρονα•
    тот же часβλ. тотчас.

    Большой русско-греческий словарь > час

  • 5 к

    к
    предлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:
    к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·
    2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:
    подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα1
    3. (при указании назначения) γιά, σέ:
    сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·
    4. (при прикреплении, присоединении) σέ:
    приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·
    5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:
    любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·
    6. (для) προς, γιά·
    7. (при обозначении срока) κατά, προς:
    к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση.

    Русско-новогреческий словарь > к

  • 6 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 7 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 8 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 9 εἰμί

    εἰμί (Hom.+) impv. ἴσθι, ἔσο IPol 4:1, ἔστω—also colloq. ἤτω (BGU 276, 24; 419, 13; POxy 533, 9; Ps 103:31; 1 Macc 10:31) 1 Cor 16:22; Js 5:12; 1 Cl 48:5; Hv 3, 3, 4;—3 pers. pl. ἔστωσαν (ins since 200 B.C. Meisterhans3-Schw. 191; PPetr III, 2, 22 [237 B.C.]) Lk 12:35; 1 Ti 3:12; GJs 7:2. Inf. εἶναι. Impf. 1 pers. only mid. ἤμην (Jos., Bell. 1, 389; 631; s. further below); ἦν only Ac 20:18 D, 2 pers. ἦσθα (Jos., Ant. 6, 104) Mt 26:69; Mk 14:67 and ἦς (Lobeck, Phryn. 149 ‘say ἦσθα’; Jos., Ant. 17, 110 al.; Sb 6262, 16 [III A.D.]) Mt 25:21, 23 al., 3 sg. ἦν, 1 pl. ἦμεν. Beside this the mid. form ἤμην (pap since III B.C.; Job 29:16; Tob 12:13 BA), s. above, gives the pl. ἤμεθα (pap since III B.C.; Bar 1:19) Mt 23:30; Ac 27:37; Eph 2:3. Both forms in succession Gal. 4:3. Fut. ἔσομαι, ptc. ἐσόμενος. The mss. vary in choice of act. or mid., but like the edd. lean toward the mid. (W-S. §14, 1; Mlt-H. 201–3; Rob. index; B-D-F §98; Rdm.2 99; 101f; Helbing 108f; Reinhold 86f). Also s. ἔνι.
    be, exist, be on hand a pred. use (for other pred. use s. 3a, 4, 5, 6, 7): of God (Epicurus in Diog. L. 10, 123 θεοί εἰσιν; Zaleucus in Diod S 12, 20, 2 θεοὺς εἶναι; Wsd 12:13; Just., D. 128, 4 angels) ἔστιν ὁ θεός God exists Hb 11:6; cp. 1 Cor 8:5. ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν the one who is and who was (cp. SibOr 3, 16; as amulet PMich 155, 3 [II A.D.] ὁ ὢν θεὸς ὁ Ἰάω κύριος παντοκράτωρ=the god … who exists.) Rv 11:17; 16:5. ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, in this and the two preceding passages ἦν is treated as a ptc. (for the unusual use of ἦν cp. Simonides 74 D.: ἦν ἑκατὸν φιάλαι) 1:4; 4:8 (cp. Ex 3:14; Wsd 13:1; Paus. 10, 12, 10 Ζεὺς ἦν, Ζ. ἔστι, Ζ. ἔσσεται; cp. Theosophien 18. S. OWeinreich, ARW 19, 1919, 178f). οὐδʼ εἶναι θεὸν παντοκράτορα AcPlCor 1:11. ἐγώ εἰμι (ins in the Athena-Isis temple of Saïs in Plut., Is. et Os. 9, 354c: ἐγώ εἰμι πᾶν τὸ γεγονὸς κ. ὸ̓ν κ. ἐσόμενον. On the role of Isis in Gk. rel. s. IBergman, Ich bin Isis ’68; RMerkelbach, Isis Regina—Zeus Sarapis ’95; for further lit. s. MGustafson in: Prayer fr. Alexander to Constantine, ed. MKiley et al. ’97, 158.) Rv 1:8 (s. ἐγώ beg.). ὁ ὤν, … θεός Ro 9:5 is classed here and taken to mean Christ by JWordsworth ad loc. and HWarner, JTS 48, ’47, 203f. Of the λόγος: ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λ. J 1:1 (for ἦν cp. Herm. Wr. 1, 4; 3, 1b ἦν σκότος, Fgm. IX 1 p. 422, 23 Sc. γέγονεν ἡ ὕλη καὶ ἦν).—Of Christ πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι, ἐγὼ εἰμί before Abraham was born, I am 8:58 (on the pres. εἰμί cp. Parmenides 8, 5: of the Eternal we cannot say ἦν οὐδʼ ἔσται, only ἔστιν; Ammonius Hermiae [Comm. in Aristotl. IV 5 ed. ABusse 1897] 6 p. 172: in Timaeus we read that we must not say of the gods τὸ ἦν ἢ τὸ ἔσται μεταβολῆς τινος ὄντα σημαντικά, μόνον δὲ τὸ ἔστι=‘was’ or ‘will be’, suggesting change, but only ‘is’; Ps 89:2; DBall, ‘I Am’ in John’s Gospel [JSNT Suppl. 124] ’96).—Of the world πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι before the world existed 17:5. Satirically, of the beast, who parodies the Lamb, ἦν καὶ οὐκ ἔστιν Rv 17:8. Of God’s temple: ἔστιν B 16:6f it exists. τὸ μὴ ὄν that which does not exist, the unreal (Sallust. 17 p. 32, 7 and 9; Philo, Aet. M. 5; 82) Hm 1:1. τὰ ὄντα that which exists contrasted w. τὰ μὴ ὄντα Ro 4:17; cp. 1 Cor 1:28; 2 Cl 1:8. Of God κτίσας ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ ὄντα what is out of what is not Hv 1, 1, 6 (on the contrast τὰ ὄντα and τὰ μὴ ὄντα cp. Ps.-Arist. on Xenophanes: Fgm. 21, 28; Artem. 1, 51 p. 49, 19 τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα; Ocellus Luc. 12; Sallust. 17, 5 p. 30, 28–32, 12; Philo, Op. M. 81; PGM 4, 3077f ποιήσαντα τὰ πάντα ἐξ ὧν οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι; 13, 272f τὸν ἐκ μὴ ὄντων εἶναι ποιήσαντα καὶ ἐξ ὄντων μὴ εἶναι; Theoph. Ant. 1, 4 [p. 64, 21] τὰ πάντα ὁ θεὸς ἐποίησεν ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι).—Of existing in the sense be present, available, provided πολλοῦ ὄχλου ὄντος since a large crowd was present Mk 8:1. ὄντων τῶν προσφερόντων those are provided who offer Hb 8:4. οὔπω ἦν πνεῦμα the Spirit had not yet come J 7:39. ἀκούσας ὄντα σιτία when he heard that grain was available Ac 7:12.—Freq. used to introduce parables and stories (once) there was: ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος there was (once) a rich man Lk 16:1, 19. ἦν ἄνθρωπος ἐκ τ. Φαρισαίων there was a man among the Pharisees J 3:1.There is, there are ὥσπερ εἰσὶν θεοὶ πολλοί as there are many gods 1 Cor 8:5. διαιρέσεις χαρισμάτων εἰσίν there are various kinds of spiritual gifts 12:4ff; 1J 5:16 al. Neg. οὐκ ἔστι there is (are) not, no (Ps 52:2; Simplicius in Epict. p. 95, 42 as a quot. from ‘tragedy’ οὐκ εἰσὶν θεοί) δίκαιος there is no righteous man Ro 3:10 (Eccl 7:20). ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν there is no resurr. of the dead 1 Cor 15:12; οὐδʼ εἶναι ἀνάστασιν AcPlCor 1:12; 2:24; cp. Mt 22:23; Ac 23:8 (cp. 2 Macc 7:14). εἰσὶν οἵ, or οἵτινες there are people who (Hom. et al.; LXX; Just., D. 47, 2 εἰ μήτι εἰσὶν οἱ λέγοντες ὅτι etc.—W. sing. and pl. combined: Arrian, Ind. 24, 9 ἔστι δὲ οἳ διέφυγον=but there are some who escaped) Mt 16:28; 19:12; Mk 9:1; Lk 9:27; J 6:64; Ac 11:20. Neg. οὐδείς ἐστιν ὅς there is no one who Mk 9:39; 10:29; Lk 1:61; 18:29. As a question τίς ἐστιν ὅς; who is there that? Mt 12:11—In an unusual (perh. bureaucratic terminology) participial construction Ac 13:1 ἡ οὖσα ἐκκλησία the congregation there (cp. Ps.-Pla., Eryx. 6, 394c οἱ ὄντες ἄνθρωποι=the people with whom he has to deal; PLond III 1168, 5 p. 136 [18 A.D.] ἐπὶ ταῖς οὔσαις γειτνίαις=on the adjoining areas there; PGen 49; PSI 229, 11 τοῦ ὄντος μηνός of the current month); cp. 14:13.—αἱ οὖσαι (sc. ἐξουσίαι) those that exist Ro 13:1 (cp. UPZ 180a I, 4 [113 B.C.] ἐφʼ ἱερέων καὶ ἱερειῶν τῶν ὄντων καὶ οὐσῶν).
    to be in close connection (with), is, freq. in statements of identity or equation, as a copula, the equative function, uniting subject and predicate. On absence of the copula, Mlt-Turner 294–310.
    gener. πραΰς εἰμι I am gentle Mt 11:29. ἐγώ εἰμι Γαβριήλ Lk 1:19. σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ Mk 3:11; J 1:49 and very oft. ἵνα … ὁ πονηρὸς … ἐλεγχθῇ [το? s. app. in Bodm.] μὴ ὢν θεός AcPlCor 2:15 (Just., D. 3, 3 φιλολόγος οὖν τις εἶ σύ).—The pred. can be supplied fr. the context: καὶ ἐσμέν and we are (really God’s children) 1J 3:1 (Eur., Ion 309 τ. θεοῦ καλοῦμαι δοῦλος εἰμί τε. Dio Chrys. 14 [31], 58 θεοφιλεῖς οἱ χρηστοὶ λέγονται καὶ εἰσίν; Epict. 2, 16, 44 Ἡρακλῆς ἐπιστεύθη Διὸς υἱὸς εἶναι καὶ ἦν.—The ptc. ὤν, οὖσα, ὄν used w. a noun or adj.and serving as an if-, since-, or although-clause sim. functions as a copula πονηροὶ ὄντες Mt 7:11; 12:34.—Lk 20:36; J 3:4; 4:9; Ac 16:21; Ro 5:10; 1 Cor 8:7; Gal 2:3 al.).—W. adv. of quality: οὕτως εἶναι be so preceded by ὥσπερ, καθώς or followed by ὡς, ὥσπερ Mt 13:40; 24:27, 37, 39; Mk 4:26; Lk 17:26. W. dat. of pers. οὕτως ἔσται ὁ υἱὸς τ. ἀ. τῇ γενεᾷ ταύτῃ so the Human One (Son of Man) will be for this generation 11:30. εἰμὶ ὡσ/ὥσπερ I am like Mt 6:5; Lk 18:11. W. dat. ἔστω σοι ὥσπερ τελώνης he shall be to you as a tax-collector Mt 18:17. εἰμὶ ὥς τις I am like someone of outward and inward similarity 28:3; Lk 6:40; 11:44; 22:27 al. καθώς εἰμι as I am Ac 22:3; 1J 3:2, 7; 4:17.—W. demonstr. pron. (Just., A I, 16, 1 ἃ ἔφη, ταῦτά ἐστι: foll. by a quotation; sim. 48, 5 ἔστι δὲ ταῦτα; and oft.) τὰ ὀνόματά ἐστιν ταῦτα Mt 10:2. αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία J 1:19. W. inf. foll. θρησκεία αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι Js 1:27. W. ὅτι foll. αὕτη ἐστὶν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν J 3:19; cp. 21:24; 1J 1:5; 3:11; 5:11. W. ἵνα foll. τοῦτό ἐστιν τὸ ἔργον, ἵνα πιστεύητε J 6:29; cp. vs. 39f; 15:12; 17:3; 1J 3:11, 23; 5:3. W. τηλικοῦτος: τὰ πλοῖα, τηλικαῦτα ὄντα though they are so large Js 3:4. W. τοσοῦτος: τοσοῦτων ὄντων although there were so many J 21:11. W. τοιοῦτος: τοιοῦτος ὤν Phlm 9 (cp. Just., A I, 18, 4 ὅσα ἄλλα τοιαῦτά ἐστι).—W. interrog. pron. ὑμεῖς τίνα με λέγετε εἶναι; who do you say I am? Mt 16:15; cp. 21:10; Mk 1:24; 4:41; 8:27, 29; Lk 4:34 al.; σὺ τίς εἶ; J 1:19; 8:25; 21:12 al. (cp. JosAs 14:6 τίς εἶ συ tell me ‘who you are’). σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων; (Pla., Gorg. 452b; Strabo 6, 2, 4 σὺ τίς εἶ ὁ τὸν Ὅμηρον ψέγων ὡς μυθογράφον;) Ro 14:4; ἐγὼ τίς ἤμην; (cp. Ex 3:11) Ac 11:17; τίς εἰμι ἐγὼ ὅτι who am I, that GJs 12:2 (Ex 3:11). W. πόσος: πόσος χρόνος ἐστίν; how long a time? Mk 9:21. W. ποταπός of what sort Lk 1:29.—W. relative pron. οἷος 2 Cor 10:11; ὁποῖος Ac 26:29; 1 Cor 3:13; Gal 2:6; ὅς Rv 1:19; ὅστις Gal 5:10, 19.—W. numerals ἦσαν οἱ φαγόντες πεντακισχίλιοι ἄνδρες 6:44 (cp. Polyaenus 7, 25 ἦσαν οἱ πεσόντες ἀνδρῶν μυριάδες δέκα); cp. Ac 19:7; 23:13. Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων L. was one of those at the table J 12:2; cp. Gal 3:20; Js 2:19. τῶν πιστευσάντων ἦν καρδία καὶ ψυχὴ μία Ac 4:32. εἷς εἶναι be one and the same Gal 3:28. ἓν εἶναι be one J 10:30; 17:11, 21ff; 1 Cor 3:8.—οὐδʼ εἶναι τὴν πλάσιν τὴν τῶν ἀνθρώπων τοῦ θεοῦ (that) the creation of humankind is not God’s doing AcPlCor 1:13.—To establish identity the formula ἐγώ εἰμι is oft. used in the gospels (corresp. to Hebr. אֲנִי הוּא Dt 32:39; Is 43:10), in such a way that the predicate must be understood fr. the context: Mt 14:27; Mk 6:50; 13:6; 14:62; Lk 22:70; J 4:26; 6:20; 8:24, 28; 13:19; 18:5f and oft.; s. on ἐγώ.—In a question μήτι ἐγώ εἰμι; surely it is not I? Mt 26:22, 25.
    to describe a special connection betw. the subject and a predicate noun ἡμεῖς ναὸς θεοῦ ἐσμεν ζῶντος we are a temple of the living God 2 Cor 6:16. ἡ ἐπιστολὴ ὑμεῖς ἐστε you are our letter (of recommendation) 3:2. σφραγίς μου τῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε you are the seal of my apostleship 1 Cor 9:2 and oft.
    in explanations:
    α. to show how someth. is to be understood is a representation of, is the equivalent of; εἰμί here, too, serves as copula; we usually translate mean, so in the formula τοῦτʼ ἔστιν this or that means, that is to say (Epict., Ench. 33, 10; Arrian, Tact. 29, 3; SIG 880, 50; PFlor 157, 4; PSI 298, 9; PMert 91, 9; Jos., C. Ap. 2, 16; ApcMos 19; Just., D. 56, 23; 78, 3 al.) Mk 7:2; Ac 19:4; Ro 7:18; 9:8; 10:6, 8; Phlm 12; Hb 7:5 al.; in the sense that is (when translated) (Polyaenus 8, 14, 1 Μάξιμος ἀνηγορεύθη• τοῦτο δʼ ἄν εἴη Μέγιστον) Mt 27:46; Ac 1:19. So also w. relative pron.: ὅ ἐστιν Mk 3:17; 7:11, 34; Hb 7:2. After verbs of asking, recognizing, knowing and not knowing (Antiphanes Com. 231, 1f τὸ ζῆν τί ἐστι;) μάθετε τί ἐστιν learn what (this) means Mt 9:13. εἰ ἐγνώκειτε τί ἐστιν 12:7; cp. Mk 1:27; 9:10; Lk 20:17; J 16:17f; Eph 4:9. W. an indir. question (Stephan. Byz. s.v. Ἀγύλλα: τὶς ἠρώτα τί ἂν εἴη τὸ ὄνομα) τί ἂν εἴη ταῦτα Lk 15:26; τί εἴη τοῦτο 18:36. τίνα θέλει ταῦτα εἶναι what this means Ac 17:20; cp. 2:12, where the question is not about the mng. of terms but the significance of what is happening.—Esp. in interpr. of the parables (Artem. 1, 51 p. 48, 26 ἄρουρα οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ γυνή=field means nothing else than woman) ὁ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος the field means the world Mt 13:38; cp. vss. 19f, 22f; Mk 4:15f, 18, 20; Lk 8:11ff (cp. Gen 41:26f; Ezk 37:11; Ath. 22, 4 [Stoic interpr. of myths]). On τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου Mt 26:26; Mk 14:22; Lk 22:19 and its various interpretations, see lit. s.v. εὐχαριστία. Cp. Hipponax (VI B.C.) 45 Diehl αὕτη γάρ ἐστι συμφορή=this means misfortune.
    β. to be of relative significance, be of moment or importance, amount to someth. w. indef. pron. εἰδωλόθυτόν τί ἐστιν meat offered to idols means anything 1 Cor 10:19. Esp. εἰμί τι I mean someth. of pers. 1 Cor 3:7; Gal 2:6; 6:3; and of things vs. 15. εἰμί τις Ac 5:36.—Of no account ἐμοὶ εἰς ἐλάχιστόν ἐστιν (telescoped fr. ἐλάχ. ἐστιν and εἰς ἐλάχ. γίνεται, of which there are many exx. in Schmid, I 398; II 161, 237; III 281; IV 455) it is of little or no importance to me 1 Cor 4:3.
    be in reference to location, persons, condition, or time, be
    of various relations or positions involving a place or thing: w. ἀπό: εἶναι ἀπό τινος be or come from a certain place (X., An. 2, 4, 13) J 1:44.—W. ἐν: ἐν τοῖς τ. πατρός μου in my father’s house Lk 2:49 (cp. Jos., Ant. 16, 302 καταγωγὴ ἐν τοῖς Ἀντιπάτρου). ἐν τῇ ὁδῷ on the way Mk 10:32. ἐν τῇ ἐρήμῳ Mt 24:26. ἐν ἀγρῷ Lk 15:25. ἐν δεξιᾷ τ. θεοῦ at God’s right hand Ro 8:34; in heaven Eph 6:9.—W. εἰς: τὴν κοίτην Lk 11:7; τὸν κόλπον J1:18.—W. ἐπὶ w. gen. be on someth. of place, roof Lk 17:31; head J 20:7 (cp. 1 Macc 1:59); also fig., of one who is over someone (1 Macc 10:69; Jdth 14:13 ὁ ὢν ἐπὶ πάντων τῶν αὐτοῦ) Ro 9:5 (of the angel of death Mel., P. 20, 142 ἐπὶ τῶν πρωτοτόκων); also ἐπάνω τινός J 3:31.—W. dat. be at someth. the door Mt 24:33; Mk 13:29.—W. acc. be on someone: grace Lk 2:40; Ac 4:33; spirit (Is 61:1) Lk 2:25; εἶναι ἐπὶ τὸ αὐτό be in the same place, together (Gen 29:2 v.l.) Ac 1:15; 2:1, 44; 1 Cor 7:5.—W. κατά w. acc. εἶναι κατὰ τὴν Ἰουδαίαν be in Judea Ac 11:1; εἶναι ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν were at Antioch in the congregation there 13:1.—W. ὑπό w. acc. τι or τινα of place be under someth. J 1:48; 1 Cor 10:1.—W. παρά w. acc. παρὰ τὴν θάλασσαν by the sea- (i.e. lake-) shore Mk 5:21; Ac 10:6.—W. πρός τι be close to, facing someth. Mk 4:1.—W. adv. of place ἐγγύς τινι near someth. Ac 9:38; 27:8. μακρὰν (ἀπό) Mk 12:34; J 21:8; Eph 2:13; also πόρρω Lk 14:32. χωρίς τινος without someth. Hb 12:8. ἐνθάδε Ac 16:28. ἔσω J 20:26. ἀπέναντί τινος Ro 3:18 (Ps 35:2). ἐκτός τινος 1 Cor 6:18; ἀντίπερά τινος Lk 8:26; ὁμοῦ J 21:2; οὗ Mt 2:9; ὅπου Mk 2:4; 5:40. ὧδε Mt 17:4; Mk 9:5; Lk 9:33. Also w. fut. mng. (ESchwartz, GGN 1908, 161 n.; on the fut. use of the pres. cp. POxy 531, 22 [II A.D.] ἔστι δὲ τοῦ Τῦβι μηνὸς σοὶ ὸ̔ θέλεις) ὅπου εἰμί J 7:34, 36; 12:26; 14:3; 17:24. As pred., to denote a relatively long stay at a place, stay, reside ἴσθι ἐκεῖ stay there Mt 2:13, cp. vs. 15; ἐπʼ ἐρήμοις τόποις in lonely places Mk 1:45; ἦν παρὰ τὴν θάλασσαν he stayed by the lakeside 5:21.
    involving humans or transcendent beings: w. adv. ἔμπροσθέν τινος Lk 14:2. ἔναντί τινος Ac 8:21; ἐνώπιόν τινος Lk 14:10; Ac 4:19; 1 Pt 3:4; Rv 7:15; ἐντός τινος Lk 17:21; ἐγγύς τινος J 11:18; 19:20; Ro 10:8 (Dt 30:14).—W. prep. ἐν τινί equiv. to ἔκ τινος εἶναι be among Mt 27:56; cp. Mk 15:40; Ro 1:6. Of God, who is among his people 1 Cor 14:25 (Is 45:14; Jer 14:9); of the Spirit J 14:17. Of persons under Christ’s direction: ἐν θεῷ 1J 2:5; 5:20 (s. Norden, Agn. Th. 23, 1). ἔν τινι rest upon, arise from someth. (Aristot., Pol. 7, 1, 3 [1323b, 1] ἐν ἀρετῇ; Sir 9:16) Ac 4:12; 1 Cor 2:5; Eph 5:18.—εἴς τινα be directed, inclined toward Ac 23:30; 2 Cor 7:15; 1 Pt 1:21.—κατά w. gen. be against someone (Sir 6:12) Mt 12:30; Mk 9:40 and Lk 9:50 (both opp. ὑπέρ); Gal 5:23.—σύν τινι be with someone (Jos., Ant. 7, 181) Lk 22:56; 24:44; Ac 13:7; accompany, associate w. someone Lk 8:38; Ac 4:13; 22:9; take sides with someone (X., Cyr. 5, 4, 37; 7, 5, 77; Jos., Ant. 11, 259 [of God]) Ac 14:4.—πρός τινα be with someone Mt 13:56; Mk 6:3; J 1:1f. I am to be compared w. IMg 12.—μετά and gen. be with someone (Judg 14:11) Mt 17:17; Mk 3:14; 5:18; J 3:26; 12:17; ἔστω μεθʼ ὑμῶν εἰρήνη AcPlCor 2:40; of God, who is with someone (Gen 21:20; Judg 6:13 al.; Philo, Det. Pot. Ins. 4; Jos., Ant. 6, 181; 15, 138) Lk 1:66; J 3:2; 8:29; Ac 10:38 al.; also be with in the sense be favorable to, in league with (Ex 23:2) Mt 12:30; Lk 11:23; of punishment attending a pers. τὸ πῦρ ἐστι μετʼ αὐτοῦ AcPlCor 2:37.—παρά and gen. come from someone (X., An. 2, 4, 15; Just., D. 8, 4 ἔλεος παρὰ θεοῦ) fr. God J 6:46; 7:29; w. dat. be with, among persons Mt 22:25; Ac 10:6. W. neg. be strange to someone, there is no … in someone Ro 2:11; 9:14; Eph 6:9.—ὑπέρ w. gen. be on one’s side Mk 9:4 and Lk 9:50 (both opp. κατά); w. acc. be superior to (Sir 25:10; 30:16) Lk 6:40.
    of condition or circumstance: κατά w. acc. live in accordance with (Sir 28:10; 43:8; 2 Macc 9:20) κατὰ σάκρα, πνεῦμα Ro 8:5. οὐκ ἔστιν κατὰ ἄνθρωπον not human (in origin) Gal 1:11.—Fig. ὑπό w. acc. be under (the power of) someth. Ro 3:9; 6:14f; Gal 3:10, 25.—W. ἐν of existing ἐν τῷ θεῷ εἶναι of humankind: have its basis of existence in God Ac 17:28. Of states of being: ἐν δόξῃ 2 Cor 3:8; ἐν εἰρήνῃ Lk 11:21; ἐν ἔχθρᾳ at enmity 23:12; ἐν κρίματι under condemnation vs. 40. ἐν ῥύσει αἵματος suffer from hemorrhages Mk 5:25; Lk 8:43 (cp. Soph., Aj. 271 ἦν ἐν τῇ νόσῳ; cp. TestJob 35:1 ἐν πληγαῖς πολλαῖς). Periphrastically for an adj. ἐν ἐξουσίᾳ authoritative Lk 4:32. ἐν βάρει important 1 Th 2:7. ἐν τῇ πίστει true believers, believing 2 Cor 13:5. Be involved in someth. ἐν ἑορτῇ be at the festival=take part in it J 2:23. ἐν τούτοις ἴσθι devote yourself to these things 1 Ti 4:15 (cp. X., Hell. 4, 8, 7 ἐν τοιούτοις ὄντες=occupied w. such things; Jos., Ant. 2, 346 ἐν ὕμνοις ἦσαν=they occupied themselves w. the singing of hymns).—Fig., live in the light 1J 2:9; cp. vs. 11; 1 Th 5:4; in the flesh Ro 7:5; 8:8; AcPlCor 1:6. ἐν οἷς εἰμι in the situation in which I find myself Phil 4:11 (X., Hell. 4, 2, 1; Diod S 12, 63, 5; 12, 66, 4; Appian, Hann. 55 §228 ἐν τούτοις ἦν=he was in this situation; Jos., Ant. 7, 232 ἐν τούτοις ἦσαν=found themselves in this sit.; TestJob 35:6 ἐν τίνι ἐστίν; s. ZPE VIII 170). ἐν πολλοῖς ὢν ἀστοχήμασι AcPlCor 2:1. Of characteristics, emotions, etc. ἔν τινί ἐστιν, e.g. ἀδικία J 7:18; ἄγνοια Eph 4:18; ἀλήθεια J 8:44; 2 Cor 11:10 (cp. 1 Macc 7:18); ἁμαρτία 1J 3:5.
    of time ἐγγύς of καιρός be near Mt 26:18; Mk 13:28. πρὸς ἑσπέραν ἐστίν it is toward evening Lk 24:29 (Just., D. 137, 4 πρὸς δυσμὰς … ὁ ἥλιός ἐστι).
    to be alive in a period of time, live, denoting temporal existence (Hom., Trag., Thu. et al.; Sir 42:21; En 102:5 Philo, De Jos. 17; Jos., Ant. 7, 254) εἰ ἤμεθα ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν if we had lived in the days of our fathers Mt 23:30. ὅτι οὐκ εἰσὶν because they were no more 2:18 (Jer 38:15). ἦσαν ἐπὶ χρόνον ἱκανόν (those who were healed and raised by Christ) remained alive for quite some time Qua.
    to be the time at which someth. takes place w. indications of specific moments or occasions, be (X., Hell. 4, 5, 1, An. 4, 3, 8; Sus 13 Theod.; 1 Macc 6:49; 2 Macc 8:26; Jos., Ant. 6, 235 νουμηνία δʼ ἦν; 11, 251): ἦν ὥρα ἕκτη it was the sixth hour (=noon acc. to Jewish reckoning) Lk 23:44; J 4:6; 19:14.—Mk 15:25; J 1:39. ἦν ἑσπέρα ἤδη it was already evening Ac 4:3. πρωί̈ J 18:28. ἦν παρασκευή Mk 15:42. ἦν ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων J 5:1. σάββατόν ἐστιν vs. 10 et al. Short clauses (as Polyaenus 4, 9, 2 νὺξ ἦν; 7, 44, 2 πόλεμος ἦν; exc. 36, 8 ἦν ἀρίστου ὥρα; Jos., Ant. 19, 248 ἔτι δὲ νὺξ ἦν) χειμὼν ἦν J 10:22; ἦν δὲ νύξ (sim. Jos., Bell. 4, 64) 13:30; ψύχος it was cold 18:18; καύσων ἔσται it will be hot Lk 12:55.
    to take place as a phenomenon or event, take place, occur, become, be, be in (Hom., Thu. et al.; LXX; En 104:5; 106:6.—Cp. Just., D. 82, 2 of Christ’s predictions ὅπερ καὶ ἔστι ‘which is in fact the case’.) ἔσται θόρυβος τοῦ λαοῦ a popular uprising Mk 14:2. γογγυσμὸς ἦν there was (much) muttering J 7:12. σχίσμα there was a division 9:16; 1 Cor 1:10; 12:25. ἔριδες … εἰσίν quarrels are going on 1:11. δεῖ αἱρέσεις εἶναι 11:19. θάνατος, πένθος, κραυγή, πόνος ἔσται Rv 21:4. ἔσονται λιμοὶ κ. σεισμοί Mt 24:7. Hence τὸ ἐσόμενον what was going to happen (Sir 48:25) Lk 22:49. πότε ταῦτα ἔσται; when will this happen? Mt 24:3. πῶς ἔσται τοῦτο; how can this be? Lk 1:34. Hebraistically (הָיָה; s. KBeyer, Semitische Syntax im NT, ’62, 63–65) καὶ ἔσται w. fut. of another verb foll. and it will come about that Ac 2:17 (Jo 3:1); 3:23 (w. δέ); Ro 9:26 (Hos 2:1).—W. dat. ἐστί τινι happen, be granted, come, to someone (X., An. 2, 1, 10; Jos., Ant. 11, 255; Just., D. 8, 4 σοὶ … ἔλεος ἔσται παρὰ θεοῦ) Mt 16:22; Mk 11:24; Lk 2:10; GJs 1:1; 4:3; 8:3; τί ἐστίν σοι τοῦτο, ὅτι what is the matter with you, that GJs 17:2.—Of becoming or turning into someth. become someth. εἰς χολὴν πικρίας εἶναι become bitter gall Ac 8:23. εἰς σάρκα μίαν Mt 19:5; Mk 10:8; 1 Cor 6:16; Eph 5:31 (all Gen 2:24. Cp. Syntipas p. 42, 24 οὐκ ἔτι ἔσομαι μετὰ σοῦ εἰς γυναῖκα); τὰ σκολιὰ εἰς εὐθείας Lk 3:5 (Is 40:4); εἰς πατέρα 2 Cor 6:18; Hb 1:5 (2 Km 7:14; 1 Ch 22:10; 28:6); εἰς τὸ ἕν 1J 5:8. Serve as someth. (IPriene 50, 39 [c. II B.C.] εἶναι εἰς φυλακὴν τ. πόλεως; Aesop., Fab. 28 H.=18 P.; 26 Ch.; 18 H-H. εἰς ὠφέλειαν; Gen 9:13; s. also εἰς 4d) 1 Cor 14:22; Col 2:22; Js 5:3.—Of something being ἀνεκτότερον ἔσται it will be more tolerable τινί for someone Lk 10:12, 14.
    to exist as possibility ἔστιν w. inf. foll. it is possible, one can (Περὶ ὕψους 6; Diog. L. 1, 110 ἔστιν εὑρεῖν=one can find; Just., A I, 59, 10 ἔστι ταῦτα ἀκοῦσαι καὶ μαθεῖν; D. 42, 3 ἰδεῖν al.; Mel., P. 19, 127); neg. οὐκ ἔστιν νῦν λέγειν it is not possible to speak at this time Hb 9:5. οὐκ ἔστιν φαγεῖν it is impossible to eat 1 Cor 11:20 (so Hom. et al.; UPZ 70, 23 [152/151 B.C.] οὐκ ἔστι ἀνακύψαι με πώποτε … ὑπὸ τῆς αἰσχύνης; 4 Macc 13:5; Wsd 5:10; Sir 14:16; 18:6; EpJer 49 al.; EpArist 163; Jos., Ant. 2, 335; Ath. 22, 3 ἔστιν εἰπεῖν).
    to have a point of derivation or origin, be,/come from somewhere ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου from Herod’s jurisdiction Lk 23:7; ἐκ Ναζαρέτ (as an insignificant place) J 1:46; ἐκ τῆς γῆς 3:31; ἐκ γυναικός 1 Cor 11:8 al. ἐξ οὐρανοῦ, ἐξ ἀνθρώπων be of heavenly (divine), human descent Mt 21:25; Mk 11:30; Lk 20:4. Be generated by (cp. Sb 8141, 21f [ins I B.C.] οὐδʼ ἐκ βροτοῦ ἤεν ἄνακτος, ἀλλὰ θεοῦ μεγάλου ἔκγονος; En 106:6) Mt 1:20. Esp. in Johannine usage ἐκ τοῦ διαβόλου εἶναι originate from the devil J 8:44; 1J 3:8. ἐκ τοῦ πονηροῦ 3:12; ἐκ τοῦ κόσμου J 15:19; 17:14, 16; 1J 4:5. ἐκ τῆς ἀληθείας εἶναι 2:21; J 18:37 etc. Cp. 9 end.
    to belong to someone or someth. through association or genetic affiliation, be, belong w. simple gen. (X., Hell. 2, 4, 36; Iambl., Vi. Pyth. 33, 230 τῶν Πυθαγορείων) οἱ τῆς ὁδοῦ ὄντες those who belong to the Way Ac 9:2. εἰμὶ Παύλου I belong to Paul 1 Cor 1:12; 3:4; cp. Ro 8:9; 2 Cor 10:7; 1 Ti 1:20; Ac 23:6. ἡμέρας εἶναι belong to the day 1 Th 5:8, cp. vs. 5. W. ἔκ τινος 1 Cor 12:15f; Mt 26:73; Mk 14:69f; Lk 22:58 al. (cp. X., Mem. 3, 6, 17; oft LXX). ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα belong to the twelve 22:3. ὅς ἐστιν ἐξ ὑμῶν who is a fellow-countryman of yours Col 4:9.—To belong through origin 2 Cor 4:7. Of Mary: ἦν τῆς φυλῆς τοῦ Δαυίδ was of David’s line GJs 10:1. Cp. 8 above.
    to have someth. to do with someth. or someone, be. To denote a close relationship ἐξ ἔργων νόμου εἶναι rely on legal performance Gal 3:10. ὁ νόμος οὐκ ἔστιν ἐκ πίστεως the law has nothing to do with faith vs. 12.—To denote a possessor Mt 5:3, 10; l9:14; Mk 12:7; Lk 18:16; 1 Cor 6:19. Esp. of God who owns the Christian Ac 27:23; 1 Cor 3:23; 2 Ti 2:19 (Num 16:5). οὐδʼ εἶναι τὸν κόσμον θεοῦ, ἀλλὰ ἀγγέλων AcPlCor 1:15 (cp. Just., A II, 13, 4 ὅσα … καλῶς εἴρηται, ἡμῶν τῶν χριστιανῶν ἐστι).—W. possess. pron. ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία Lk 6:20. οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι Mk 10:40 (cp. Just., A I, 4, 2 ὑμέτερον ἀγωνιᾶσαί ἐστι ‘it is a matter for your concern’).—To denote function (X., An. 2, 1, 4) οὐχ ὑμῶν ἐστιν it is no concern of yours Ac 1:7—Of quality παιδεία οὐ δοκεῖ χαρᾶς εἶναι discipline does not seem to be (partake of) joy Hb 12:11.—10:39.
    as an auxiliary: very commonly the simple tense forms are replaced by the periphrasis εἶναι and the ptc. (B-D-F §352–55; Mlt. 225–27, 249; Mlt-H. 451f; Rdm.2 102, 105, 205; Kühner-G. I 38ff; Rob. 374–76, 1119f; CTurner, Marcan Usage: JTS 28, 1927 349–51; GKilpatrick, BT 7, ’56, 7f; very oft. LXX).
    (as in Hom et al.) w. the pf. ptc. to express the pf., plpf. and fut. pf. act. and pass. (s. Mayser 329; 377) ἦσαν ἐληλυθότες they had come Lk 5:17. ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη their hearts were hardened Mk 6:52. ἠλπικότες ἐσμέν we have set our hope 1 Cor 15:19. ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστίν the time has become short 7:29. ἦν ἑστώς (En 12:3) he was standing (more exactly he took his stand) Lk 5:1.
    w. pres. ptc. (B-D-F §353).
    α. to express the pres. ἐστὶν προσαναπληροῦσα τὰ ὑστερήματα supplies the wants 2 Cor 9:12 (Just., A I, 26, 5 Μαρκίων … καὶ νῦν ἔτι ἐστὶ διδάσκων; Mel., P. 61, 441 ἐστὶν … κηρυσσόμενον).
    β. impf. or aor. ἦν καθεύδων he was sleeping Mk 4:38. ἦσαν ἀναβαίνοντες … ἦν προάγων 10:32; cp. Lk 1:22; 5:17; 11:14 al. (JosAs 1:3 ἦν συνάγων τὸν σίτον; Mel., P. 80, 580 ἦσθα εὐφραινόμενος). ἦν τὸ φῶς τὸ ἀλήθινόν … ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον the true light entered the world J 1:9, w. ἦν introducing a statement in dramatic contrast to the initial phrase of vs. 8.—To denote age (Demetr.: 722 Fgm. 1, 2 al. Jac.; POxy 275, 9 [66 A.D.] οὐδέπω ὄντα τῶν ἐτῶν; Tob 14:11) Mk 5:42; Lk 3:23; Ac 4:22; GJs 12:3.—Mussies 304–6.
    γ. fut. ἔσῃ σιωπῶν you will be silent Lk 1:20; cp. 5:10; Mt 24:9; Mk 13:13; Lk 21:17, 24 al.; 2 Cl 17:7 Bihlm. (the child) shall serve him (God).
    w. aor. ptc. as plpf. (Aelian, NA 7, 11; Hippiatr. 34, 14, vol. I p. 185, 3 ἦν σκευάσας; ISyriaW 2070b ἦν κτίσας; AcThom 16; 27 [Aa II/2 p. 123, 2f; p. 142, 10]; B-D-F §355 m.—JVogeser, Z. Sprache d. griech. Heiligenlegenden, diss. Munich 1907, 14; JWittmann, Sprachl. Untersuchungen zu Cosmas Indicopleustes, diss. Munich 1913, 20; SPsaltes, Gramm. d. byzant. Chroniken 1913, 230; Björck [διδάσκω end] 75; B-D-F §355). ἦν βληθείς had been thrown Lk 23:19; J 18:30 v.l.—GPt 6:23; 12:51. (Cp. Just., A II, 10, 2 διʼ εὑρέσεως … ἐστὶ πονηθέντα αὐτοῖς ‘they achieved through investigation’).
    Notice esp. the impersonals δέον ἐστίν it is necessary (Pla. et al.; POxy 727, 19; Sir praef. ln. 3; 1 Macc 12:11 δέον ἐστὶν καὶ πρέπον) Ac 19:36; εἰ δέον ἐστίν if it must be 1 Pt 1:6 (s. δεῖ 2a); 1 Cl 34:2; πρέπον ἐστίν it is appropriate (Pla. et al.; POxy 120, 24; 3 Macc 7:13) Mt 3:15; 1 Cor 11:13.
    In many cases the usage w. the ptc. serves to emphasize the duration of an action or condition (BGU 183, 25 ἐφʼ ὸ̔ν χρόνον ζῶσα ᾖ Σαταβούς); JosAs 2:1 ἦν … ἐξουθενοῦσα καὶ καταπτύουσα πάντα ἄνδρα). ἦν διδάσκων he customarily taught Mk 1:22; Lk 4:31; 19:47. ἦν θέλων he cherished the wish 23:8. ἦσαν νηστεύοντες they were keeping the fast Mk 2:18. ἦσαν συλλαλοῦντες they were conversing for a while 9:4. ἦν προσδεχόμενος he was waiting for (the kgdm.) 15:43. ἦν συγκύπτουσα she was bent over Lk 13:11.
    to emphasize the adjectival idea inherent in the ptc. rather than the concept of action expressed by the finite verb ζῶν εἰμι I am alive Rv 1:18. ἦν ὑποτασσόμενος he was obedient Lk 2:51. ἦν ἔχων κτήματα πολλά he was very rich Mt 19:22; Mk 10:22. ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων you shall have authority Lk 19:17 (Lucian, Tim. 35 ἴσθι εὐδαιμονῶν). ἦν καταλλάσσων (God) was reconciling 2 Cor 5:19 (cp. Mel., P. 83, 622 οὗτος ἦν ὁ ἐκλεξάμενός σε; Ath. 15, 2 οὗτός ἐστιν ὁ … καρπούμενος).—LMcGaughy, Toward a Descriptive Analysis of ΕΙΝΑΙ as a Linking Verb in the Gk. NT, diss. Vanderbilt, ’70 (s. esp. critique of treatment of εἰμί in previous edd. of this lexicon pp. 12–15).—Mlt. 228. B. 635. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > εἰμί

  • 10 на

    на I
    предлог Α. с вин. и предл. п.
    1. (при обозначении места, на поверхности \на на вопросы куда?, где?) (ἐ)πάνω σέ, σέ, ἐπί:
    на столе πάνω στό τραπέζι· на стол στό τραπέζι· писать на бумаге γράφω σέ χαρτί· лежать на кровати εἶμαι ξαπλωμένος στό κρεββάτι· лечь нз диван ξαπλώνω στό ντιβάνι· рисунок на ковре σχέδιο στό χαλί·
    2. (при обозначении направления или местонахождения \на на вопросы куда?, где?) σέ:
    ехать на Кавказ πηγαίνω στόν Καύκασο· отдыхать на Волге ἀναπαύομαι στό Βόλγα· смотреть на небо κοιτάζω τόν οὐρανό· подниматься на трибуну ἀνεβαίνω στό βήμα· идти на работу πηγαίνω στή δουλειά· быть на совещании εἶμαι στή συνεδρίαση· В. с вин. п.
    1. (при обозначении срока, промежутка времени) γιά:
    на несколько дней γιά μερικές μέρες· на час γιά μιά ῶρα· нанимать на месяц νοικιάζω γιά ἕνα μήνα· уехать на зиму (на лето) φεύγω γιά ὀλο τό χειμῶνα (γιά ὀλο τό καλοκαίρι)· лекция перенесена на вторник ἡ διάλεξη ἀναβλήθηκε γιά τήν Τρίτη· отложить на конец мая ἀναβάλλω γιά τό τέλος τοῦ Μάη· на будущей неделе τήν ἄλλη ἐβδομάδα·
    2. (при обозначении меры, количества) σέ, γιά:
    купить на триста рублей ἀγοράζω γιά τριακόσια ρούβλια· на два рубля меньше (κατά) δυό ρούβλια λιγωτερο· разделить на пять частей διαιρώ σέ πέντε μέρη· делить на три мат διαιρώ διά τοῦ τρία· обед на четыре человека γεῦμα γιά τέσσερα ἄτομα· комната на двоих δωμάτιο γιά δύο ἄτομα· опаздывать на два часа ἄργώ δυό ὠρες· на сто кяломет-ров (σέ) ἐκατό χιλιόμετρα·
    3. (при обозначении цели, назначения) γιά, διά, σέ:
    деньги на ремонт χρήματα γιά τήν ἐπισκευή· на всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο· С. с предл. п.
    1. (при обозначении орудия или средства действия, при обозначении предмета, являющегося опорой, основанием, внутренней частью чего-л.) μέ:
    ехать на поезде ταξιδεύω μέ τό τραίνο· играть на гитаре παίζω κιθάρα· готовить на масле μαγειρεύω μέ βούτυρο· суп на мясном бульоне σούπα μέ ζωμό κρέατος· пальто на меху παλτό μέ γούνα· коляска на рессорах ἀμαξάκι μέ σοϋστες· развести́ на молоке διαλύω μέσα σέ γάλα·
    2. (во время чего-л., в течение) σέ, κατά:
    на каникулах στίς διακοπές· ◊ на голодный желудок μέ ἄδειο στομάχι· верить на слово δίνω πίστη στά λόγια κάποιου· на лету́ στον ἀέρα· схватывать на лету́ перен πιάνω πουλιά στον ἀέρα· читать на память ἀπαγγέλλω ἀπό μνήμης· на весь мир σ'ὅλο τόν κόσμο· сидеть на веслах κάθομαι στά κουπιά· перевести́ на греческий язык μεταφράζω στά ἐλληνικά· право на отдых δικαίωμα ἀνάπαυσης· беседа на тему συζήτηση πάνω στό θέμα· на наших глазах μπροστά στά μάτια μας· подать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω καταγγελίαν ἐναντίον κάποιου· идти на смерть ἀντιμετωπίζω τό θάνατο· идти на врага ἐπιτίθεμαι κατά τοῦ ἐχθροῦ· влиять на кого-л. ἐπιδρώ πάνω σέ κάποιον быть на стороне кого-л. εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· дыра на дыре χιλιοτρυπημένο.
    на II
    частица разг (возьми) νά, πόρτο:
    на тебе книгу νά πάρε τό βιβλίο· ◊ вот тебе (и) на! αὐτό μᾶς Ελειπε!

    Русско-новогреческий словарь > на

  • 11 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 12 ἡμέρα

    ἡμέρα, ας, ἡ (Hom.+; loanw. in rabb.)
    the period betw. sunrise and sunset, day
    lit. (opp. νύξ; e.g. Ath. 24, 2 ἀντιδοξοῦντι … ὡς … τῇ ἡμέρᾳ νύξ) Mt 4:2 (fasting for 40 days and 40 nights as Ex 34:28. S. νύξ 1d.—Cp. JosAs 13:8 ἑπτὰ ἡμέρας καὶ ἑπτὰ νύκτας; Lucian, Ver. Hist. 1, 10 ἑπτὰ ἡμέρας κ. τὰς ἴσας νύκτας); 12:40 and oft. ἡμέρα γίνεται day is breaking (X., An. 2, 2, 13; 7, 2, 34; Appian, Iber. 74 §315; Jos., Ant. 10, 202, Vi. 405) Lk 4:42; 6:13; 22:66; Ac 12:18; 16:35; 27:29, 39. ἡμέρα διαυγάζει the day dawns 2 Pt 1:19. κλίνει declines, evening approaches Lk 9:12; 24:29 (cp. Just., D. 56, 16 ἡμέρα προκόπτει). φαίνει shines Rv 8:12. In the gen. to denote a point of time ἡμέρας in daylight (Hippocr., Ep. 19, 7; Arrian, Ind. 13, 6; Lucian, Ver. Hist. 1, 10) 1 Cl 25:4. ἡμέρας μέσης at midday, noon (Lucian, Nigr. 34; cp. Jos., Ant. 5, 190) Ac 26:13. But also, as in Thu. et al., of time within which someth. occurs, ἡμέρας during the day Rv 21:25. ἡμέρας καὶ νυκτός (by) day and night (Appian, Liby. 121, §576; Arrian, Anab. 7, 11, 4; Jos., Ant. 11, 171; Just., D. 1, 4 διʼ ὅλης νυκτὸς καὶ ἡμέρας; also in reverse order as Is 34:10) Mk 5:5; Lk 18:7; Ac 9:24; 1 Th 2:9; 3:10; 2 Th 3:8; AcPl Ha 2, 10; 3, 2. The acc. of time νύκτα καὶ ἡμέραν (in this sequence Dio Chrys. 7 [8], 15; Ael. Aristid. 51, 1 K.=27 p. 534 D.; Esth 4:16; cp. νύκτωρ καὶ μεθʼ ἡμέραν Mel., HE 4, 26, 5; Ath. 34, 3) (throughout the) day and (the) night Mk 4:27; Lk 2:37; Ac 20:31; 26:7. τὰς ἡμέρας every day (opp. τὰς νύκτας; cp. Dio Chrys. 4, 36; Jos., C. Ap. 1, 199) Lk 21:37; cp. πᾶσαν ἡμέραν (throughout) every day Ac 5:42 (cp. Hdt. 7, 203, 1). τὴν ἡμέραν ἐκείνην (throughout) that day (Ael. Aristid. 49, 45 K.) J 1:39. ὅλην τ. ἡμ. (Jos., Ant. 6, 22) Mt 20:6. The acc. in a distributive sense συμφωνεῖν ἐκ δηναρίου τὴν ἡμέραν on a denarius a day Mt 20:2 (s. Meisterhans3-Schw. 205; pap in Mlt., ClR 15, 1901, 436; 18, 1904, 152). ἡμέρας ὁδός a day’s journey Lk 2:44 (cp. X., An. 2, 2, 12; Gen 31:23; 1 Macc 5:24; Jos., C. Ap. 2, 21; 23). Daylight lasts for twelve hours, during which a person can walk without stumbling J 11:9ab. ἡ ἐν ἡμέρᾳ τρυφή reveling in broad daylight 2 Pt 2:13.
    fig. (SibOr 5, 241) Christians as υἱοὶ φωτὸς καὶ υἱοὶ ἡμέρας children of light and of the day 1 Th 5:5; cp. vs. 8 (in contrast, Aristoph., Fgm. 573 K. calls Chaerephon, the friend of Socrates νυκτὸς παῖδα, in a derogatory sense). In J 9:4 day denotes the period of human life; cp. Ro 13:12f.
    civil or legal day, including the night, day Mt 6:34; 15:32; Mk 6:21; Lk 13:14; B 15:3ff. Opp. hours Mt 25:13; hours, months, years Rv 9:15; cp. Gal 4:10.
    In the gen., answering the question, how long? (Nicostrat. Com., Fgm. 5 K. ἡμερῶν τριῶν ἤδη=now for three days; Porphyr., Vi. Plotini 13 W. τριῶν ἡμ.; BGU 37, 7 [50 A.D.]; 249, 11 [70–80 A.D.] ἡμερῶν δύο διαμένομεν) τεσσεράκοντα ἡμερῶν during 40 days Ac 1:3 D*. ἑκάστης ἡμέρας each day AcPl Ha 6, 8 (cp. ILegGort 1, 9 of a fine τᾶς ἁμέρας ϝεκάστας ‘for each day’, on the gen. Buck, Dialects §170; Just., D. 2, 6 al.)—In the dat., answering the quest., when? (X., An. 4, 7, 8; Jdth 7:6; Esth 7:2; Bel 40 Theod.; JosAs 11:1; Just., A I, 67, 7 al.) τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ (cp. Arrian, Anab. 6, 4, 1 τρίτῃ ἡμ.; AscIs 3:16 τῇ τρίτῃ ἡμ.; JosAs 29:8; Just., D. 100, 1 al., cp. D. 85, 6 τῇ δευτέρᾳ ἡμ.) Mt 16:21; 17:23; Lk 9:22; 24:7, 46; 1 Cor 15:4. ᾗ δὲ ἡμέρᾳ on the day on which (PLille 15, 1 [242 B.C.] ᾗ ἡμέρᾳ; 1 Esdr 1:49; Jos., Ant. 20, 26) Lk 17:29; cp. vs. 30. μιᾷ ἡμέρᾳ in (the course of) one day (Appian, Iber. 58 §244) 1 Cor 10:8.
    In the acc., usu. answering the quest., how long? (X., An. 4, 7, 18; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130, 26 p. 410, 30 Jac. τὴν ἡμέραν ἐκείνην=throughout that day; Polyaenus 6, 53 τρεῖς ἡμέρας; Arrian, Anab. 6, 2, 3; Lucian, Alex. 15 ἡμέρας=several days; Philo, Vi. Cont. 30 τὰς ἓξ ἡμέρας; JosAs 10:20 τὰς ἑπτὰ ἡμέρας) ὅλην τ. ἡμέραν the whole day long Ro 8:36 (Ps 43:23), 10:21 (Is 65:2). ἡμέραν μίαν for one day Ac 21:7 (Just., D. 12, 3). ἔμειναν οὐ πολλὰς ἡμέρας J 2:12; cp. 4:40; 11:6; Ac 9:19; 10:48; 16:12; 20:6c; 21:4, 10; Gal 1:18; Rv 11:3, 9. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας day after day (Ps.-Euripides, Rhes. 445f, Henioch. 5, 13 Kock; Gen 39:10; Num 30:15; Is 58:2; Ps 95:2; Sir 5:7; En) 2 Pt 2:8; 2 Cl 11:2 (quot. of unknown orig.; s. also e below, end). Only rarely does the acc. answer the quest., when? (Antiphanes Com. [IV B.C.] Fgm. 280; Ps.-Lucian, Halc. 3 τρίτην ἡμ.) τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς on the Day of Pentecost Ac 20:16. Peculiar is the expr. τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες this is the fourteenth day you have been waiting Ac 27:33 (cp. X., An. 4, 5, 24 ἐνάτην ἡμέραν γεγαμημένην).—ἑπτάκις τῆς ἡμέρας seven times a day Lk 17:4.
    Used w. prep.: ἀπό w. gen. from … (on) Mt 22:46; J 11:53; Ac 20:18. ἀφʼ ἧς ἡμέρας (PRev 9, 1 [258 B.C.]; PsSol 18:11f; EpArist 24) Col 1:6, 9; Hm 4, 4, 3. ἀπὸ … ἄχρι … Phil 1:5. ἀπὸ … μέχρι … Ac 10:30. ἄχρι w. gen. until Mt 24:38b; Lk 1:20; 17:27; Ac 1:2; 2:29. ἄχρι ἡμερῶν πέντε five days later Ac 20:6b. μέχρι τῆς σήμερον (ἡμέρας) up to the present day (1 Esdr 8:74) Mt 28:15. ἕως τ. ἡμέρας Mt 27:64; Ac 1:22; Ro 11:8 (Dt 29:3; Just., D. 134, 5 ἕως τῆς σήμερον ἡμ.; for this Ath. 2, 1 εἰς … τὴν σήμερον ἡμ.). διʼ ἡμερῶν after (several) days Mk 2:1 (cp. Hdt. 6, 118, 3 διʼ ἐτέων εἴκοσι; Thu. 2, 94, 3; Pla., Hipp. Maj. 281a διὰ χρόνου=after a [long] time). διὰ τριῶν ἡμερῶν within three days (PPetr II, 4 [6], 8 διʼ ἡμερῶν ε´=in the course of 5 days) Mt 26:61; Mk 14:58. διʼ ἡμερῶν τεσσεράκοντα Ac 1:3 (s. διά A 2a). διὰ τ. ἡμέρας in the course of the day Lk 9:37 D εἰς τ. ἡμέραν for the day (PPetr III, 95 col. 2, 6 [III B.C.]) J 12:7; Rv 9:15; εἰς ἡμέρας μ´ 40 days long AcPl Ha 6, 11. ἐν τῇ ἡμ. in the daytime J 11:9b. ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν one day Lk 5:17; 8:22; 20:1. ἐν on w. dat. sing. Mt 24:50; Lk 1:59; 13:31 v.l. (Just., D. 29, 3 ἐν ταύτῃ τῇ ἡμ.; 111, 3 ἐν ἡμ. τοῦ πάσχα); J 5:9; Hb 4:4 (cp. Gen 2:2); AcPl Ha 3, 9. In, within w. dat. pl. (Alexis Com. 246, 2 K. ἐν πένθʼ ἡμέραις; Philo, Somn. 2, 112; TestJob 30:4; JosAs 21:7 ἐν ταῖς ἑπτὰ ἡμέραις τοῦ γάμου) ἐν τρισὶν ἡμέραις (PTebt 14, 5 [114 B.C.]; Porphyr., Vi. Plot. 17 p. 111, 26 W.; TestJob 24:9; EpArist 24) Mt 27:40; Mk 15:29; J 2:19f.—ἐπί w. acc. over a period of ἐπὶ ἡμέρας πλείους over a period of many days (PTurin I, 2, 15 [116 B.C.] ἐφʼ ἱκανὰς ἡμ.; Jos., Ant. 4, 277) Ac 13:31; cp. 27:20; ἐπὶ πολλὰς ἡμ. (Jos., Ant. 18, 57) 16:18; cp. Hb 11:30. καθʼ ἡμέραν every day (Hyperid. 6, 23; 26; Polyb. 1, 57, 7; 4, 18, 2 al.; Diod S 1, 36, 7 and 8; 2, 47, 2 al.; SIG 656, 22; UPZ 42, 13 [162 B.C.]; PGiss 17, 1; Tob 10:7; Sus 8 and 12 Theod.; 1 Macc 8:15; EpArist 304; Jos., Bell. 2, 265, Ant. 20, 205; Ar. [POxy 1778, 27]; Just., D. 39, 2 al.) Mt 26:55; Mk 14:49 (‘by day’: AArgyle, ET 63, ’51/52, 354); Lk 16:19; 22:53; Ac 2:46f; 3:2; 16:5; 17:11; 19:9; 1 Cor 15:31; 2 Cor 11:28; Hb 7:27; 10:11. Also (w. optional art., s. B-D-F §160; Rob. 766) τὸ καθʼ ἡμ. (Aristoph., Equ. 1126; Pla.; Polyb. 4, 18, 2; POxy 1220, 4; TestJob 14:2; but simply καθʼ ἡμ. Ac 2:45 D) Lk 11:3; 19:47; Ac 17:11 v.l.; καθʼ ἑκάστην ἡμ. every day (X., Mem. 4, 2, 12, Equ. 5, 9; PTebt 412, 2; Mitt-Wilck. I/2, 327, 18; Ex 5:8; Esth 2:11; Job 1:4; Bel 4:6; PsSol 18:11; GrBar 8:4) Hb 3:13. κατὰ πᾶσαν ἡμ. w. same mng. (Jos., Ant. 6, 49) Ac 17:17. μεθʼ ἡμέρας ἕξ six days later (PSI 502, 16 [257 B.C.] μεθʼ ἡμέρας ιβ´; 436, 3 [Just., D. 27, 5 μετὰ μίαν ἡμ. al.]) Mt 17:1; cp. 26:2; 27:63; Mk 8:31; Lk 1:24; J 4:43; 20:26; Ac 1:5; 15:36; 24:1; 28:13; AcPl Ha 1, 33; 11, 8; AcPlCor 2:30. πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα six days before the Passover J 12:1 (not a Latinism, since it is found as early as Hippocr. πρὸ τριῶν ἡμερῶν τῆς τελευτῆς [WSchulze, Graeca Latina 1901, 15; Rydbeck 64f]; cp. Plut., Symp. 8, 717d; Lucian, De Morte Peregr. 1; Aelian, HA 11, 19; mystery ins of Andania [SIG 736, 70 πρὸ ἁμερᾶν δέκα τῶν μυστηρίων]; PFay 118, 15; PHolm 4, 23; PGM 13, 26; 671; Am 1:1; 2 Macc 15:36; Jos., Ant. 15, 408; Just., D. 27, 5; s. WSchmid, D. Attizismus III 1893, 287f; IV 1897, 629; Mlt. 100f; B-D-F §213).—It is striking to find the nom. denoting time in the expression ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσίν μοι Mt 15:32; Mk 8:2; cp. Lk 9:28 (s. B-D-F §144; Rob. 460).
    Of festive days: ἡ ἡμέρα τῶν σαββάτων (σάββατον 1bβ) or τοῦ σαββάτου (σάββ. 1a) Lk 4:16; 13:14b, 16; J 19:31; Ac 13:14 (Just., D. 27, 5). ἡ ἡμέρα or αἱ ἡμέραι τ. ἀζύμων Lk 22:7; Ac 12:3; 20:6. ἡ ἡμέρα τ. πεντηκοστῆς Ac 2:1; 20:16. μεγάλη ἡμέρα the great day (of atonement) PtK 2 p. 14, 29. In gen. of a Judean festival GJs 1:2; 2:2 (the author no longer has a clear understanding of the precise festival signified by the term; s. Amann and deStrycker on 1:2). ἡ κυριακὴ ἡμέρα the Lord’s Day, Sunday Rv 1:10 (cp. Just. A I, 67, 7 τὴν … τοῦ ἡλίου ἡμέραν). Festive days are spoken of in the foll. passages: ὸ̔ς μὲν κρίνει ἡμέραν παρʼ ἡμέραν, ὸ̔ς δὲ κρίνει πᾶσαν ἡμέραν one person considers one day better than another, another considers every day good Ro 14:5. φρονεῖν τ. ἡμέραν concern oneself w. (= observe) the day vs. 6. ἡμέρας παρατηρεῖσθαι observe days Gal 4:10.—Used w. gen. to denote what happens or is to be done on the day in question ἡμ. τοῦ ἁγνισμοῦ Ac 21:26. τ. ἐνταφιασμοῦ day of burial J 12:7. ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ Lk 1:80 (s. ἀνάδειξις).
    OT terminology is reflected in the expr. fulfilling of the days (Ex 7:25; 1 Ch 17:11; Tob 10:1b; cp. מָלֵא) ἐπλήσθησαν αἱ ἡμ. τῆς λειτουργίας αὐτοῦ the days of his service came to an end Lk 1:23. ἐπλήσθησαν ἡμ. ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν αὐτόν the eighth day, on which he was to be circumcised, had come 2:21; cp. vs. 22. S. ἐκπλήρωσις, συμπληρόω, συντελέω, τελέω, τελειόω. The Hebr. has also furnished the expr. ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ day after day (Esth 3:4 יוֹם וָיוֹם=LXX καθʼ ἑκάστην ἡμέραν; יוֹם יוֹם Ps 68:20=LXX 67:20 ἡμέραν καθʼ ἡμέραν) 2 Cor 4:16; GJs 6:1.—ἡμέραν ἐξ ἡμέρας (rather oft. in the OT for various Hebr. expressions, but also in Henioch. Com. 5, 13 K.) day after day 2 Pt 2:8; prophetic quot. of unknown origin 2 Cl 11:2. ἡμέρᾳ ἀφʼ ἡμέρας GJs 12:3.
    a day appointed for very special purposes, day (UPZ 66, 5 [153 B.C.] ἡ ἡμ.=the wedding day; ins in ÖJh 64, ’95, p. 74 of a commemorative day for the founder of Ephesus τῇ τοῦ Ἀνδρόκλου ἡμέρᾳ), e.g. of childbirth J 16:21 v.l.
    τακτῇ ἡμέρᾳ Ac 12:21. ἡμέραν τάξασθαι (Polyb. 18, 19, 1) 28:23. στῆσαι (Dionys. Hal. 6, 48) 17:31. ὁρίζειν (Polyb., Dionys. Hal.; Epict., Ench. 51, 1) Hb 4:7; Hv 2, 2, 5. Of the day of the census (s. Lk 2:1) αὕτη ἡ ἡμέρα κυρίου GJs 17:1. ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἔμελλεν θηριομαχῖν ὁ Παῦλος AcPl Ha 3, 9.
    esp. of a day of judgment, fixed by a judge
    α. ἀνθρωπίνη ἡμ. a day appointed by a human court 1 Cor 4:3 (cp. the ins on a coin amulet [II/III A.D.] where these words are transl. ‘human judgment’ by CBonner, HTR 43, ’50, 165–68). This expr. is formed on the basis of ἡμ. as designating
    β. the day of God’s final judgment (s. ὥρα 3). ᾗ ἡμ. ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται the day on which the Human One (Son of Man) reveals himself Lk 17:30; ἡ τοῦ θεοῦ ἡμ. 2 Pt 3:12. ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τοῦ θεοῦ τ. παντοκράτορος Rv 16:14. ἡμ. κυρίου (Jo 1:15; 2:1, 11; Is 13:6, 9 al.) occurring only once in the NT of the day of God, the Lord, in an OT quot. πρὶν ἐλθεῖν ἡμ. κυρίου τ. μεγάλην κ. ἐπιφανῆ Ac 2:20 (Jo 3:4; cp. JosAs 14:2). Otherw. Jesus Christ is the Lord of this day: 1 Cor 5:5; 1 Th 5:2 (P-ÉLangevin, Jesus Seigneur, ’67, 107–67; GHolland, SBLSP 24, ’85, 327–41); 2 Th 2:2; 2 Pt 3:10. He is oft. mentioned by name or otherw. clearly designated, e.g. as υἱὸς τ. ἀνθρώπου, Lk 17:24; 1 Cor 1:8; 2 Cor 1:14; Phil 1:6, 10; 2:16. ἡ ἐσχάτη ἡμ. the last day (of this age) (s. ἔσχατος 2b) J 6:39f, 44, 54; 11:24; 12:48; Hv 2, 2, 5. ἡμ. (τῆς) κρίσεως (Pr 6:34; Jdth 16:17; PsSol 15:12; En; GrBar 1:7; cp. TestLevi 3:2, 3; Just., D. 38, 2; Tat. 12, 4) Mt 10:15; 11:22, 24; 12:36; 2 Pt 2:9; 3:7; 1J 4:17; 2 Cl 17:6; B 19:10. ἐν ἡμέρᾳ ὄτε κρίνει ὁ θεὸς διὰ Χρ. Ἰ. the day on which … Ro 2:16 (RBultmann, TLZ 72, ’47, 200f considers this a gloss). ἡμ. ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως δικαιοκρισίας τοῦ θεοῦ 2:5 (ἡμ. ὀργῆς as Zeph 1:15, 18; 2:3; Ezk 7:19 v.l.; cp. Rv 6:17). ἡ ἡμ. ἡ μεγάλη (Jer 37:7; Mal 3:22) Rv 6:17; 16:14. ἡμ. μεγάλη καὶ θαυμαστή B 6:4. ἡμ. ἀπολυτρώσεως Eph 4:30. ἡμ. ἐπισκοπῆς (s. ἐπισκοπή 1a and b) 1 Pt 2:12. ἡμ. ἀνταποδόσεως B 14:9 (Is 61:2); ἐκείνη ἡ ἡμ. (Zeph 1:15; Am 9:11; Zech 12:3f; Is 10:20; Jer 37:7f) Mt 7:22; Lk 6:23; 10:12; 21:34; 2 Th 1:10; 2 Ti 1:12, 18; 4:8; AcPlCor 2:32. Perh. ἡμ. σφαγῆς (cp. Jer 12:3; En 16:1) Js 5:5 belongs here (s. σφαγή). Abs. ἡμ. 1 Cor 3:13; Hb 10:25; B 7:9; 21:3; cp. 1 Th 5:4.—ἡμέρα αἰῶνος (Sir 18:10) day of eternity 2 Pt 3:18 is also eschatological in mng.; it means the day on which eternity commences, or the day which itself constitutes eternity. In the latter case the pass. would belong to the next section.
    an extended period, time (like יוֹם, but not unknown among the Greeks: Soph., Aj. 131; 623; Eur., Ion 720; Aristot., Rhet. 2, 13, 1389b, 33f; PAmh 30, 43 [II B.C.] ἡμέρας αἰτοῦσα=‘she asked for time’, or ‘a respite’)
    in sg. ἐν τ. ἡμέρᾳ τ. πονηρᾷ when the times are evil (unless the ref. is to the final judgment) Eph 6:13. ἐν ἡμ. σωτηρίας of the salutary time that has come for Christians 2 Cor 6:2 (Is 49:8). Of the time of the rescue fr. Egypt ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου τ. χειρὸς αὐτῶν at the time when I took them by the hand Hb 8:9 (Jer 38:32; on the constr. cp. Bar 2:28 and B-D-F §423, 5; Rob. 514). ἐν ἐκείνῃ τ. ἡμέρᾳ at that time Mk 2:20b; J 14:20; 16:23, 26. τ. ἡμέραν τ. ἐμήν my time (era) 8:56. ἐν τῇ ἐσχάτῃ αὐτοῦ ἡμέρᾳ in his (Abraham’s) last days GJs 1:3.
    chiefly in the pl. αἱ ἡμέραι of time of life or activity, w. gen. of pers. (1 Km 17:12 A; 2 Km 21:1; 3 Km 10:21; Esth 1:1s; Sir 46:7; 47:1; ἡμέραι αὐτοῦ En 12:2; ἡμέραι ἃς ἦτε 102:5 and oft.) ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου Mt 2:1; Lk 1:5; Νῶε 17:26a; 1 Pt 3:20; Ἠλίου Lk 4:25. ἐν ταῖς ἡμ. τοῦ υἱοῦ τ. ἀνθρώπου 17:26b; cp. Mt 23:30. ἀπὸ τ. ἡμερῶν Ἰωάννου Mt 11:12. ἕως τ. ἡμερῶν Δαυίδ Ac 7:45; cp. 13:41 (Hab 1:5). W. gen. of thing ἡμέραι ἐκδικήσεως time of vengeance Lk 21:22; τ. ἀπογραφῆς Ac 5:37; cp. Rv 10:7; 11:6. ἐν τ. ἡμέραις τῆς σαρκὸς αὐτοῦ in the time of his appearance in the flesh Hb 5:7.—ἡμέραι πονηραί corrupt times Eph 5:16; cp. B 2:1; 8:6. ἡμ. ἀγαθαί happy times (Artem. 4, 8) 1 Pt 3:10 (Ps 33:13). ἀφʼ ἡμερῶν ἀρχαίων Ac 15:7; αἱ πρότερον ἡμ. Hb 10:32. πάσας τὰς ἡμέρας all the time, always Mt 28:20 (cp. Dt 4:40; 5:29; PsSol 14:4). νῦν τ. ἡμέραις at the present time Hs 9, 20, 4. ἐν (ταῖς) ἐσχάταις ἡμ. Ac 2:17; 2 Ti 3:1; Js 5:3; B 4:9; D 16:3. ἐπʼ ἐσχάτου τ. ἡμερῶν τούτων Hb 1:2; cp. 2 Pt 3:3; GJs 7:2. ἐν τ. ἡμέραις ἐκείναις at that time Mt 3:1; 24:19, 38; Mk 1:9; Lk 2:1; 4:2b; 5:35b. ἐν τ. ἡμ. ταύταις at this time Lk 1:39; 6:12; Ac 1:15. εἰς ταύτας τ. ἡμέρας w. respect to our time (opp. πάλαι) Hs 9, 26, 6. πρὸ τούτων τ. ἡμερῶν before this (time) Ac 5:36; 21:38; πρὸς ὀλίγας ἡμ. for a short time Hb 12:10; ἐλεύσονται ἡμ. there will come a time: w. ὅταν foll. Mt 9:15; Mk 2:20a; Lk 5:35a; w. ὅτε foll. Lk 17:22 (Just., D. 40, 2). ἥξουσιν ἡμέραι ἐπί σε καί a time is coming upon you when Lk 19:43. ἡμ. ἔρχονται καί Hb 8:8 (Jer 38:31). ἐλεύσονται ἡμ. ἐν αἷς Lk 21:6; 23:29.—Esp. of time of life πάσαις τ. ἡμέραις ἡμῶν for our entire lives Lk 1:75. πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ all his life GJs 4:1 (cp. En 103:5; TestJob 46:9). μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων without either beginning or end of life Hb 7:3. προβεβηκὼς ἐν ταῖς ἡμ. advanced in years Lk 1:7, 18; cp. 2:36 (s. Gen 18:11; 24:1; Josh 13:1; 23:1; 3 Km 1:1; προβαίνω 2).—B. 991. DELG s.v. ἦμαρ. EDNT. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἡμέρα

  • 13 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 14 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 15 πολύς

    λή, ύ 1.
    1) многий; большой; долгий; длительный; чаще перев. наречиями много; очень; долго;

    πολύς κόσμος ( — или λαός) — много народу;

    προ πολλού — давно;

    πολύ κρύο — очень холодно;

    πολύς χρόνος — много времени, долго;

    σε περίμενα πολλή ώρα — я долго ждал тебя;

    είπε πολλά και διάφορα — он расска- зал много всяких вещей;

    πολή σκοτούρα — много хлопот;

    πολλά ο νούς του κατεβάζει — он очень находчивый;

    2) пресловутый;

    § τό πολύ — или τό πολυπολύ — а) самое большее, максимум;

    σε μιά βδομάδα το πολύ — максимум, самое большее, за одну неделю; — б) самое худшее (что может быть); — на худой конец;

    επί πολύ — надолго;

    ως επί το πολύ — или πολύ το πλείστον — обычно, в большинстве случаев;

    μετ'ой πολύ — вскоре, скоро; — через некоторое время;

    κατά πολύ — намного;

    πολλού γε και δεί — ничего подобного, напротив;

    λίγο πολύ — более или менее;

    είμαι μέγας και πολύς — быть великим, выдающимся; — быть знаменитым;

    2. πλ.:

    οι πολοί — а) большинство; — б) простой люд, толпа;

    § ουκ εν τω πολλώ το εδ, αλλ' εν τω ευ το πολυ — погов, мал золотник, да дорог

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πολύς

См. также в других словарях:

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • ορθή αναφορά — Μία από τις λεγόμενες ουρανογραφικές συντεταγμένες, που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της θέσης ενός άστρου στην ουράνια σφαίρα. Βασικά επίπεδα σε αυτό το σύστημα είναι το επίπεδο του ουράνιου ισημερινού και το επίπεδο του μέγιστου κύκλου… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»